κρεβατώνω

κρεβατώνω
κρεβάτωσα, κρεβατώθηκα, κρεβατωμένος,1. αναγκάζω κάποιον να πέσει στο κρεβάτι ασθενής.
2. το μέσ., κρεβατώνομαι σημαίνει ότι αναγκάζομαι να πέσω στο κρεβάτι.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κρεβατώνω — κρεβατώνω, κρεβάτωσα βλ. πίν. 3 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • κρεβατώνω — [κρεβάτι] αναγκάζω κάποιον να μείνει κλινήρης, να πέσει στο κρεβάτι ασθενής («μέ κρεβάτωσε η γρίπη μια βδομάδα») …   Dictionary of Greek

  • ακρεβάτωτος — η, ο [κρεβατώνω] 1. (για ανθρώπους) αυτός που δεν κρεβατώθηκε, δεν έπεσε άρρωστος στο κρεβάτι 2. (για αμπέλια) αυτός που δεν τοποθετήθηκε, δεν στηρίχθηκε σε κρεβατίνα* …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”